- лезть
- лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•
лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•
лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.
|| κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.
3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
4. βάζω το χέρι•лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.
5. εισχωρώ, μπαίνω•гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.
6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ. ).8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.
9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.
10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).εκφρ.лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.